- χοριοειδίτιδα
- ηφλεγμονή του χοριοειδούς χιτώνα του ματιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοριοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού χοριοειδούς χιτώνα τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choroiditis < choroid (βλ. λ. χοριοειδής) + itis (βλ. λ. ίτιδα)] … Dictionary of Greek
χοριοαμφιβληστροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. χοριοειδίτιδα με συμμετοχή τού αμφιβληστροειδούς υπό μορφή τροφικών διαταραχών τού αισθητηριακού επιθηλίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chorioretinite < chorio (< χόριο[ν]) + retinite (< νεολατ. retinitis… … Dictionary of Greek